- ποτίζει
- ποτίζωgive to drinkpres ind mp 2nd sgποτίζωgive to drinkpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
напа˫ати — НАПА˫А|ТИ (40), Ю, ѤТЬ гл. 1.Поить: ˫ако пастѹхъ добрыи... къръмл˫аше и напа˫а˫а не преста˫аше. ЖФП XII, 50б; Имыи работѹ. ѥже напа˫ати и паствити в селѣ твоѥмь овцѣ. КР 1284, 322а; по срѣдѣ горъ проидѹть воды напа˫а˫а всѧ звѣри сельны˫а СбЯр… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλμοποτίστρια — ἁλμοποτίστρια, η (Μ) αυτή που ποτίζει με αλμυρό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη + ποτίστρια] … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
ευαρδής — εὐαρδής, ές (Α) 1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.) 2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο αρδής] … Dictionary of Greek
λιόκουρο — το 1. κοινή ονομασία τής νόσου ίκτερος, αλλ. (η)λιόκρουγμα 2. στον πληθ. τα λιόκουρα μαγικά αντικείμενα τα οποία βουτά κάποιος στο νερό και ποτίζει αυτόν που πάσχει από ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τού λιόκρουγμα με… … Dictionary of Greek
νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… … Dictionary of Greek
ποτιστής — ο, ΝΜΑ [ποτίζω] αυτός που παρέχει νερό, που ποτίζει νεοελλ. αρδευτικό αυλάκι … Dictionary of Greek
ποτιστικός — ή, ό, Ν [ποτίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα 2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία») 3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες») 4 … Dictionary of Greek
φαρμακούσα — η, Ν (ως προσωνυμία τής θάλασσας) αυτή που προκαλεί ψυχικές πίκρες και οδύνες, που ποτίζει τους ανθρώπους με φαρμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθομαλλ ούσα)] … Dictionary of Greek
Βελλεροφόντης ή Βελλεροφών — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ποσειδώνα, είχε θνητό πατέρα τον Γλαύκο, γιο του βασιλιά της Κορίνθου Σίσυφου, και μητέρα την Ευρυνόμη. Η ζωή του διαταράχτηκε από τη στιγμή που σκότωσε, άθελά του, στην Κόρινθο τον Βέλλερο (από αυτό πίστευαν πως… … Dictionary of Greek